Η Πασχαλινή προσευχή μας μέχρι της Αναλήψεως
ο Χριστός Ανέστη… χρησιμοποιείται ως φράση χαιρετισμού κατά την πασχαλινή περίοδο και για 40 ημέρες, δηλαδή μέχρι την απόδοση του Πάσχα.
Πριν αρχίσει η κάθε συνάντηση
Εἰς τ ὅνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι,
ζωὴν χαρισάμενος! (τρεις φορές)
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι,
προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, Ἰησοῦν
τὸν μόνον ἀναμάρτητον.
Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν
καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν·
σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκτὸς σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν,
τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν.
Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν ἀνάστασιν· ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ·
Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι ̓ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ,
ἂς προσκυνήσουμε τὸν ἅγιο καὶ Κύριο,
τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ τον μόνον ἀναμάρτητο.
Τὴν Σταυρική Σου θυσία Χριστὲ προσκυνοῦμε καὶ τὴν ἁγία σου Ἀνάσταση
ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε· διότι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μας,
καὶ Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα,
καὶ μόνο τὸ ὄνομά Σου σημαίνει Θεὸς γιὰ ἑμᾶς.
Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ πιστοί, ἂς προσκυνήσουμε τὴν ἁγία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ·
ἀφοῦ ἡ ἀνάστασή Του ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν Σταυρική Του Θυσία,
ἔφερε μεγάλη χαρὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Παντοτινὰ θὰ εὐλογοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ παντοτινὰ θὰ ὑμνοῦμε τὴν ἀνάστασή Του. Διότι, ἐπειδὴ ὑπέμεινε Πάθη καὶ Σταυρό ἀπὸ ἑμᾶς γιὰ ἑμᾶς, κατανίκησε κι ἔδιωξε τὸν θάνατο.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ:
Με την ευλογία του σεπτού Ποιμενάρχη μας κ. Θεοκτίστου η λήξη των κατηχητικών ομάδων της Μητροπόλεώς μας για το 2022-23 θα πραγματοποιηθεί στις 28 Μαΐου 2023 ημέρα Κυριακή και θα γίνει κοινή για όλα τα κατηχητικά, στο Τρίκορφο Δωρίδος.
Επίσης στην εκδήλωση αυτή θα γίνει και η διανομή των ενθυμίων των κατηχητικών ομάδων όλων των βαθμίδων του έτους 2022-23.
Για τον λόγο αυτό θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το παρακάτω πρόγραμμα:
«3ο Φεστιβάλ 20 Παιχνιδιών»
4 ώρες γεμάτες παιχνίδι και δραστηριότητες για παιδιά και εφήβους
Το Γραφείο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος διοργανώνει μια βραδιά παιχνιδιών και δραστηριοτήτων KAI ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ όλα τα παιδιά και τους νέους ως 18 ετών να συμμετάσχουν ΔΩΡΕΑΝ στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ 20 ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ που θα πραγματοποιηθεί στο χωριό Τρίκορφο Δωρίδος, στο χώρο ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ των παιδιών.
Κυριακή 28 Μαΐου 2023 | 5:00 μ.μ. (βλ. παρακάτω)
• ΠΡΟΣΟΧΗ! Να μάθουμε στα παιδιά:
ότι η περιέργεια είναι πρόξενος πολλών και μεγάλων κακών γι’ αυτό πρέπει να την αποφεύγουν. (Γένεσις κεφ. ιη’ ιθ ́)
Ο Χριστός ανέστη, παιδιά μου! (Αληθώς ανέστη!)
Ο Χριστός ανέστη! (Αληθώς ανέστη!)
Ο Χριστός ανέστη! (Αληθώς ανέστη!)
Δόξα τη τριημέρω Αυτού εγέρσει! (Προσκυνούμεν Αυτού την τριήμερον έγερσιν!)
Εισαγωγή:
Εάν, παιδιά, ζούσαμε πριν από χιλιάδες χρόνια, στην εποχή του Αβραάμ και πηγαίναμε ένα ταξίδι στην Παλαιστίνη, θα επισκεπτόμαστε οπωσδήποτε και μια ωραία μεγάλη πόλη, στο μέσο μιάς καταπράσινης πεδιάδας, τα Σόδομα. Πλούσια νερά πότιζαν την πόλη αυτή. Στα χλοερά λιβάδια της έβοσκαν μεγάλα κοπάδια ζώων. Η γη έδινε άφθονους καρπούς.
Η ευλογία και η αγάπη του Θεού ευεργετούσε τους ανθρώπους. Κι ενώ θα περίμενε κανείς στους ωραίους δρόμους αυτής της ευλογημένης πόλης ν’ ακούει ύμνους και ευχαριστίες προς το Θεό, ο επισκέπτης άκουγε βρισιές. Οι κάτοικοί της ήταν πολύ αμαρτωλοί, ανήθικοι και διεστραμμένοι. Αντί να κάνουν καλές πράξεις, ήταν βουτηγμένοι στην ασέβεια και στο βούρκο της αμαρτίας και ανηθικότητας. Χωρίς κανένα φόβο παρέβαιναν και καταπατούσαν τις εντολές του Θεού.
Α ́. Διήγηση: (Γένεσι κεφ. ιη’-10′) :
Στην πόλη αυτή, πριν πολλά χρόνια, είχε εγκατασταθεί ο ανιψιός του Αβραάμ, ο Λωτ, με την οικογένειά του. Ευσεβείς άνθρωποι, με πόνο ψυχής και αηδία έβλεπαν την αμαρτία να πλημμυρίζει τα Σόδομα. Και δεν έφτανε αυτό. Η αμαρτία των Σοδομιτών, σαν μια θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια, είχε μολύνει και μια γειτονική πόλη, τα Γόμορρα. Καταλαβαίνετε, παιδιά, πως το κακό παράδειγμά τους κατά τον ίδιο τρόπο μπορούσε να μολύνει και άλλες πόλεις, τη μία μετά την άλλη.
Μια νύχτα, ο δίκαιος Αβραάμ άκουσε τη φωνή του Θεού.
-Αβραάμ, του λέει. Εξάντλησα όλη μου τη μακροθυμία. Ανέχτηκα την κακία και τις ανήθικες πράξεις των Σοδομιτών επί τόσα χρόνια. Αποφάσισα πιά να τους τιμωρήσω. Θα καταστρέψω τη πόλη ολόκληρη.
Τρέμοντας ο Αβραάμ για την τρομερή, αλλά δίκαιη απόφαση του Θεού τόλμησε, γονατίζοντας μπροστά Του, να Τον παρακαλέσει.
-Θα επιτρέψεις, δίκαιε Κύριε, να καταστραφούν και οι δίκαιοι μαζί με τους άδικους, οι ευσεβείς μαζί με τους ασεβείς; Εάν υπάρχουν 50 δίκαιοι στα Σόδομα, δε θα τους σπλαχνισθείς; Θα χαθούν και αυτοί κάτω από τη δίκαιη οργή Σου, εξ αιτίας των αμαρτωλών;
Και ο Θεός αποκρίθηκε.
-Εάν βρω στα Σόδομα 50 δίκαιους, θα συγχωρήσω το υπόλοιπο πλήθος των αμαρτωλών και δε θα καταστρέψω την πόλη.
Ο Αβραάμ για μια στιγμή σώπασε. Όμως ένας δισταγμός άρχισε να του ταράζει την καρδιά. Δεν ήταν βέβαιος, πως θα βρεθούν στα Σόδομα 50 δίκαιοι. Τόλμησε τότε να ρωτήσει και πάλι το Θεό:
-Και αν, Κύριε, δε βρεθούν 50, αλλά 45 δίκαιοι, θα καταστρέψεις την πόλη, επειδή θα λείπουν αυτοί οι 5;
-Εάν βρεθούν 45 δίκαιοι, είπε ο Θεός, για χάρη τους δε θα καταστρέψω την πόλη. Πάλι ο Αβραάμ σώπασε. Αλλά και πάλι άρχισε να διστάζει. Τόλμησε μέσα στη νύχτα να σηκώσει τα μάτια του προς το Θεό και να ρωτήσει με πόνο.
-Και αν βρεθούν 40, Κύριε;
Ο πολυεύσπλαχνος Θεός, παιδιά, τον διαβεβαίωσε, πως έστω και δέκα δίκαιοι αν βρεθούν στη πόλη, δε θα την καταστρέψει. Όμως, εκτός από το Λωτ, τη σύζυγό του και τις δυό του κόρες δεν υπήρχε, δυστυχώς, άλλος δίκαιος και ευσεβής στην ωραία πόλη των Σοδόμων. Και ο Θεός αποφάσισε να την καταστρέψει. Το αγαθό Του όμως βλέμμα έβλεπε τον ευσεβή Λωτ και, όπως άλλοτε τον Νώε, αποφάσισε να τον ειδοποιήσει προηγουμένως, για να σωθεί.
Κάποια μέρα, την ώρα που νύχτωνε κι ο ουρανός γέμιζε από λαμπερά άστρα πάνω από τα Σόδομα, δύο σεμνοί και ωραίοι νέοι με λευκά ενδύματα πλησίασαν στην πόλη. Οι κήποι ολάνθιστοι ευωδίαζαν. Θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στα ευγενικά πρόσωπα των ξένων. Την ώρα εκείνη ο Λωτ καθόταν στη μεγάλη πύλη των τειχών, που περιτριγύριζαν τα Σόδομα. Τους είδε να μπαίνουν στην πόλη, σηκώθηκε και με πολλή ευγένεια τους πλησίασε. Όπως συνήθιζαν την εποχή εκείνη να κάνουν στους ξένους, τους χαιρέτησε με βαθειά υπόκλιση, που έφτανε ως τη γη, και τους παρακάλεσε να έρθουν και να περάσουν τη νύχτα στο σπίτι του, ως φιλοξενούμενοί του.
Οι ξένοι στην αρχή δε δέχτηκαν την πρόσκληση.
-Θα παραμείνουμε και θα περάσουμε τη νύχτα στη πλατεία της πόλης, είπαν.
Όμως ο δίκαιος Λωτ, επειδή φοβόταν και την κακότητα των συμπολιτών του, επέμεινε και τελικά οι δύο ξένοι δέχτηκαν και σιωπηλοί τον ακολούθησαν. Είχε νυχτώσει, όταν έφτασαν στο αρχοντικό του Λωτ. Μόλις έκλεισαν πίσω τους την πόρτα, ο Λωτ φώναξε τους υπηρέτες του.
είπε.
-Ετοιμάστε ζεστό νερό, για να πλύνουμε τα κουρασμένα πόδια των ξένων μας, τους. Πέστε στη μαγείρισσα να ψήσει φρέσκες πίτες, για να φάμε στο τραπέζι.
Οι υπηρέτες, όπως συνηθιζόταν σε κάθε φιλόξενο σπίτι της εποχής, έπλυναν τα πόδια των ξένων. Κατόπιν τους οδήγησαν στο τραπέζι, όπου ένα πλούσιο δείπνο είχε ετοιμαστεί προς τιμή τους.
Ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, ακούστηκαν έξω από το σπίτι του Λωτ φωνές, θόρυβος και άρχισαν άγνωστοι άνθρωποι να χτυπούν με μανία τη πόρτα. Όλοι μέσα στο σπίτι σώπασαν. Λυπημένος και τρομαγμένος ο Λωτ πετάχτηκε πάνω. Οι πιο κακοί, οι πιο αμαρτωλοί από τους Σοδομίτες, μεθυσμένοι, είχαν έρθει έξω από τη πόρτα του και φώναζαν απαιτητικά.
-Λωτ, δος μας τους ξένους, που έχεις στο σπίτι σου απόψε!
Με απόγνωση ο δίκαιος Λωτ κατάλαβε, πως οι συμπολίτες του ήθελαν να κάνουν κακό στους ξένους. Τα δυνατά χτυπήματα στη πόρτα συνεχίστηκαν τόσο, που κόντευε να σπάσει. Τότε οι δύο ξένοι, σοβαροί και λυπημένοι σηκώθηκαν, τράβηξαν τον Λωτ από τη πόρτα και την ίδια στιγμή τα χτυπήματα σταμάτησαν. Μια μικρή υπηρέτρια, που τρομαγμένη παρακολουθούσε από ένα παραθυράκι του επάνω πατώματος, φώναξε:
-Τι παράξενο! Κάτι έχουν πάθει όλοι τους, σαν να έχουν τυφλωθεί και δεν βλέπει κανείς τους πια την πόρτα. Ψάχνουν και δεν τη βρίσκουν.
Γύρισε ο Λωτ και κοίταξε τους ξένους, που έστεκαν απέναντί του. Κάτω από το φως των πολλών λυχναριών, που ήταν αναμμένα στο δωμάτιο, τα πρόσωπά τους έλαμπαν από ένα θείο και ουράνιο φως. Κατάλαβε ο Λωτ, πως οι φιλοξενούμενοί του είναι άγγελοι. Έσκυψε να γονατίσει εμπρός τους, όμως εκείνοι τον κράτησαν και του είπαν με θλίψη.
-Ο Θεός μας στέλνει να σε ειδοποιήσουμε. Αύριο θα καταστραφούν με φωτιά και θειάφι τα Σόδομα εξ αιτίας της αμαρτίας των κατοίκων τους. Πάρε την οικογένειά σου και τους αρραβωνιαστικούς των κοριτσιών σου, εάν έχουν, και μόλις χαράξει φύγετε γρήγορα από τη πόλη αυτή. Και προσέξτε! Στο δρόμο της φυγής σας, ό,τι κι αν ακούσετε, να μη γυρίσετε το κεφάλι σας να δείτε πίσω, γιατί θα τιμωρηθείτε. Με πολύ πόνο και δάκρυα άκουσε ο Λωτ την απόφαση του Θεού. Μέσα στην καρδιά του αναγνώρισε σιωπηλά, ότι η απόφαση του Θεού είναι δίκαιη. Η αμαρτία είχε πλημμυρίσει τα Σόδομα, μεταδόθηκε στα Γόμορρα και κινδύνευαν κι άλλες γειτονικές πόλεις.
Οι μεθυσμένοι θορυβοποιοί, απογοητευμένοι, είχαν πια φύγει. Τότε ο Λωτ βγήκε κι έτρεξε να συναντήσει τους δύο αρραβωνιαστικούς των κοριτσιών του.
-Σηκωθείτε, τους λέει. Ετοιμαστείτε. Αύριο χαράματα θα φύγουμε από τα Σόδομα, γιατί ο Θεός αποφάσισε να τα καταστρέψει. Εξαντλήθηκε η μακροθυμία Του από την αμαρτία και την παρακοή των συμπολιτών μας.
Εκείνοι όμως τον κοίταξαν και γέλασαν, μη πιστεύοντας στα λόγια του. Πιθανόν μάλιστα να σκέφτηκαν, ότι τα γεράματα τον έβλαψαν και στο μυαλό. Άδικα εκείνος επέμενε, πως ο Θεός τον ειδοποίησε, πως δεν πρέπει ν’ αργούν. Οι γαμπροί του νόμισαν πως αστειεύεται. Τον αποχαιρέτησαν, χωρίς να δώσουν σημασία στις παρακλήσεις και στις συμβουλές του. Και ίσως γελώντας να είπαν:
-Γέρασε και τα ‘χασε ο καημένος, η είναι μεθυσμένος!…
Ο Λωτ πικραμένος γύρισε στο σπίτι του αποκαμωμένος. Άρχισε πιά να χαράζει η τελευταία ημέρα, που θα έμεναν ακόμη στη ζωή οι αμαρτωλοί Σοδομίτες. Κουρασμένοι από τις ανήθικες διασκεδάσεις ήταν όλοι βυθισμένοι σ’ ένα βαθύ ύπνο. Οι άγγελοι όμως του Θεού σκούντησαν τον Λωτ στον ώμο.
-Σήκω, ξημέρωσε!, του λένε. Ώρα να φύγετε, βιαστείτε.
Πήραν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν και σε λίγο ο Λωτ, η γυναίκα του κι οι δυο κόρες του, με δακρυσμένα μάτια, πέρασαν βιαστικά από τους έρημους δρόμους των Σοδόμων και περπατώντας γρήγορα βγήκαν από τη πόλη. Οι γυναίκες έκλαιγαν, που χωρίζονταν από το σπίτι τους και τ’ αγαθά τους.
Είχαν απομακρυνθεί αρκετά, όταν τρομερές αστραπές και βροντές τάραξαν την ήσυχη, ολόφωτη ατμόσφαιρα. Είχε σχιστεί ο ουρανός κι ο Θεός έριχνε πάνω στα Σόδομα και στα Γόμορρα μία πυκνή βροχή από φωτιά και θειάφι. Ταραγμένοι σταμάτησαν.
-Μη γυρίσετε το κεφάλι σας πίσω! Προσέχετε!, φώναξε ο Λωτ. Προχωρήστε! Και συνέχισαν να περπατούν. Η γυναίκα του Λωτ σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια της. Θυμόταν το σπίτι της, τους κήπους, τα ζώα, τους υπηρέτες… Όλα πια είχαν καταστραφεί. Πυκνοί καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό.
Καταλαβαίνοντας δε η γυναίκα του Λωτ, πως όλα είχαν για μια στιγμή σωπάσει, γεμάτη περιέργεια, σε μια στροφή του δρόμου, δεν κρατήθηκε. Έστρεψε το κεφάλι της πίσω να δει, παραβαίνοντας την εντολή του Θεού. Τα Σόδομα καίγονταν. Όμως, για την κακή της αυτή περιέργεια, αμέσως τιμωρήθηκε. Ολόκληρη μαρμάρωσε, η δυστυχισμένη, και το σώμα της έγινε μια κολώνα από αλάτι. Δεν πρόφτασε να βγάλει ούτε μια φωνή.
Στάθηκαν ο Λωτ και οι κόρες του. Καινούργια δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια τους. Ο πόνος τους ξέσχιζε την καρδιά. Όμως, τι μπορούσαν να κάνουν; Η εντολή του Θεού ήταν να μη σταματήσουν. Περπάτησαν για πολύ ακόμα. Αργά το απόγευμα, κουρασμένοι και οι τρεις, πικραμένοι, οι μόνοι που σώθηκαν από την τρομερή καταστροφή, μπήκαν σε μια μικρή πόλη τη Σηγώρ. Εδώ μπορούσαν να μείνουν και να ξεκουραστούν. Κι εκεί που άλλοτε έλαμπαν με την ομορφιά και την ευτυχία τους τα Σόδομα, τα Γόμορρα κι άλλες τρεις μικρότερες πόλεις, δημιουργήθηκε και υπάρχει και σήμερα μια θάλασσα, που λέγεται Νεκρά. Οι αρχαιολόγοι ψάχνουν και βρίσκουν στο βυθό της τα ερείπια των αμαρτωλών πόλεων.
Επεξεργασία – Πρακτική εφαρμογή
• Για ποιο θέμα μιλήσαμε σήμερα; Γιατί ο Θεός κατέστρεψε τις δύο πόλεις; Ήταν δίκαιη η τιμωρία; Και γιατί ήταν δίκαιη;
• Τώρα να σταθούμε λίγο στη γυναίκα του Λωτ. Αυτή δεν ήταν αμαρτωλή. Γιατί τιμωρήθηκε;
Διότι παρέβηκε την εντολή του Θεού. Κοίταξε ο,τι δεν ήθελε ο Θεός να δεί. Και το ήξερε. Αλλά η περιέργεια γι’ αυτήν ήταν προτιμότερη από το θέλημα του Θεού. Στύλωσε τα μάτια της αντίθετα από το πρόσωπο του Θεού
• Μήπως η περιέργεια κάποιες φορές κυριεύει και τη δική μας καρδιά;
Μήπως αφήνουμε τα μάτια μας να βλέπουν φωτογραφίες, περιοδικά, σκηνές στην τηλεόραση ή το διαδίκτυο, που ο Θεός με κανένα τρόπο δε θέλει, που είναι αντίθετα με την αγιότητα του Θεού και την καθαρότητα της ψυχής μας; Μια τέτοια συμπεριφορά σίγουρα θα μας οδηγήσει σε καταστροφή.
• Σε ποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί να δείχνουμε περιέργεια;
Όταν ψάχνουμε τα πράγματα των άλλων, όταν θέλουμε να μάθουμε το βαθμό που πήραν οι συμμαθητές μας, όταν με επιμονή ρωτάμε να μας πουν οι γονείς μας πράγματα που δε μας αφορούν, όταν “χωνόμαστε” στις συζητήσεις των άλλων.
• Με ποιο τρόπο όμως θα μπορέσουμε να νικήσουμε την περιέργεια;
Να προσπαθούμε να περιορίζουμε τα μάτια μας, να μην κοιτούν ανεξέλεγκτα δεξιά και αριστερά. Να μην κρυφακούμε, γιατί και αυτό φανερώνει περιέργεια. Να μη ζητούμε να μάθουμε πράγματα που δε μας αφορούν. Να απασχολούμε το μυαλό μας με κάτι δημιουργικό π.χ. τη μελέτη ενός ωραίου βιβλίου, το παιχνίδι, μια χειροτεχνία κ. α., ώστε να ξεπερνούμε αυτήν την κακή επιθυμία που μας κυριεύει. Πάνω απ’ όλα να ζητούμε από το Θεό να νικήσουμε την περιέργεια που έχουμε.
Γι αυτό παιδιά μου καλά!!! Μακριά η περιέργεια!
ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ:
Μετά από κάθε συνάντηση
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι,
προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, Ἰησοῦν
τὸν μόνον ἀναμάρτητον.
Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν
καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν·
σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκτὸς σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν,
τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν.
Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν ἀνάστασιν· ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ·
Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι ̓ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν.
Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου καθὼς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ μέγα ἔλεος. Ἀμήν.