Φίλοι μας, σήμερα θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα μυστήριο, που είναι προαιρετικό και μη επαναλαμβανόμενο και με το οποίο καθιερώνονται οι ποιμένες και λειτουργοί των υπόλοιπων ιερών μυστηρίων. Το μυστήριο αυτό είναι η ιερωσύνη. Θα το προσεγγίσουμε μέσα από τη μορφή ενός αγίου ιερέα που έζησε στη Ρωσία περίπου 150 χρόνια πριν. Πρόκειται για τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης.
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1829 στη Σούρα, ένα μικρό χωριό της Ρωσίας, από γονείς πτωχούς αλλά πολύ ευσεβείς. Ο Βάνια (αυτό είναι το χαιδευτικό του Ιβάν ή Ιωάννη) έμαθε από μικρό παιδί να πηγαίνει στην εκκλησία και ν΄ αγαπά την προσευχή και τις ακολουθίες.
Στο σχολείο όμως δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα. Διάβαζε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αυτά που διάβαζε. Έκανε πολλή προσευχή και ο Θεός με θαυμαστό τρόπο τον βοήθησε να ξεπεράσει το πρόβλημά του, να τελειώσει με επιτυχία το σχολείο και να σπουδάσει αυτό που ονειρευόταν: Θεολογία.
Ως φοιτητής θεολογίας πλέον, στην Πετρούπολη, ο Ιωάννης αισθάνθηκε μέσα του, δειλά στην αρχή, εντονότερα στη συνέχεια, την ιερή κλήση για την ιερωσύνη. Παράλληλα και η φλόγα της ιεραποστολής που έκαιγε μέσα του, τον ωθούσε να ξεκινήσει με ενθουσιασμό ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρινή Κίνα. Το ζήτημα αυτό το ‘κανε θέμα προσευχής. Τελικά καθώς τελείωνε τις σπουδές του, με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού κατέληξε στην απόφαση να μείνει και να εργαστεί ιεραποστολικά στην ίδια του την πατρίδα, τη Ρωσία.
Στις 11 Νοεμβρίου 1855 σε ηλικία 26 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και την επομένη ημέρα πρεσβύτερος. Ο π. Ιωάννης ως ιερεύς υπηρέτησε με συνέπεια όχι μόνο στο λειτουργικό αλλά και στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας της Ρωσίας. Ιδιαίτερα προσεκτικός και αυστηρός στην προσωπική του ζωή, ήταν υπόδειγμα εναρέτου και θεαρέστου ιερέως.
Άξιος λειτουργός
Η θεία Λειτουργία για τον πατέρα Ιωάννη δεν ήταν τυπική εκτέλεση μιάς καθημερινής ακολουθίας. Τη ζούσε κάθε φορά ως το πιο συγκλονιστικό γεγονός της ζωής του. «Δεν υπάρχει πιο μεγαλειώδες, πιο ιερό, πιο υψηλό, πιο ζωοποιό από τη θεία Λειτουργία», έλεγε. Γι’ αυτό και λειτουργούσε καθημερινά, εκτός αν είχε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ξυπνούσε στις 3 το πρωί και πήγαινε στην εκκλησία που ήδη ήταν γεμάτη από κόσμο για τον Όρθρο. Την ώρα της Προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων.
Ο π. Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και με διάπυρη προσευχή προς τον Κύριο μεσίτευε για τον καθένα χωριστά. Δέος σε κατελάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί τη θεία Λειτουργία· στεκόταν ενώπιον της αγίας Τράπεζας σαν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου της δόξης του Θεού και πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους. Όταν μετελάμβανε, το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, με την κατάλληλη βέβαια προετοιμασία, διότι την εποχή εκείνη πολλοί θεωρούσαν αρκετό να κοινωνούν μια φορά το χρόνο.
Πηγή ελεημοσύνης
Πολύ μεγάλο ήταν και το φιλανθρωπικό του έργο. Η αγάπη του για τους φτωχούς ήταν αξεπέραστη. Κυριολεκτικά ό,τι είχε πάνω του, το μοίραζε σ’ εκείνους που είχαν ανάγκη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύρισε ξυπόλυτος στο σπίτι του, επειδή είχε δώσει τα παπούτσια του σε κάποιον που τα είχε περισσότερο ανάγκη. Επισκεπτόταν τους αρρώστους, έδινε ελεημοσύνη, τους παρηγορούσε, προσευχόταν για τη θεραπεία τους, έκανε ακόμη και θαύματα.
Δεν φοβόταν να επισκεφθεί ακόμα κι αυτούς που έπασχαν από επικίνδυνες και μεταδοτικές ασθένειες. Κι όταν καμιά φορά τον καλούσαν νύχτα για να επισκεφθεί έναν άρρωστο, δεν έχανε καιρό, ντυνόταν αμέσως και ξεκινούσε. Όπως ο ήλιος σκορπά γύρω του το φως, έτσι κι ο πατήρ Ιωάννης, απ΄ όπου περνούσε, μετέδιδε ευωδία Χριστού, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ό,τι δεχόταν με το δεξί.
Πολλοί τον κατηγόρησαν και τον συκοφάντησαν. Τον είπαν τρελό, ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε απτόητος το έργο του και χαρούμενος που δεχόταν αδικίες και κατηγορίες για την αγάπη του Χριστού.
Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρη στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές, να ιδρύσει τον «Οίκο Εργασίας», όπως τον ονόμασε, δηλαδή ένα τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, κ.α. Εκεί χιλιάδες κάτοικοι της πόλης που ήταν άνεργοι ή είχαν καταντήσει να ζουν στο περιθώριο, απομονωμένοι από την κοινωνία, λάμβαναν όχι μόνο υλική βοήθεια αλλά και πνευματική, αφού εργάζονταν και παράλληλα συμμετείχαν συνειδητά στη ζωή της Εκκλησίας.
Φωτισμένος διδάσκαλος
Ο π. Ιωάννης επί 32 χρόνια, παράλληλα με την ιερατική του διακονία, δίδασκε και στο σχολείο. Ως καθηγητής είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο για να επιβάλλεται στα παιδιά. Την ώρα του μαθήματος γινόταν απόλυτη ησυχία. Ένας μαθητής θυμάται: «Σε όλους έχει μείνει αξέχαστος ο τρόπος που μας δίδασκε Καινή Διαθήκη… Πόσο κοντά μας έφερνε τα γεγονότα της ζωής του Χριστού!… Συζητούσε μαζί μας ακόμη και για τα κοινά συμβάντα της καθημερινής ζωής που ξυπνούσαν την περιέργειά μας». Όλοι οι μαθητές αγαπούσαν το μάθημά του και γι’ αυτό όλοι διάβαζαν κι έπαιρναν πολύ καλούς βαθμούς.
Ποιμένας καί καθοδηγός
Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του πατρός Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κροστάνδης. Τον ονόμασαν «ποιμένα πάσης Ρωσίας». Εξομολογούσε αναρίθμητο πλήθος ανθρώπων. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κροστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί γι’ αυτούς, ή απλώς για να τον δούν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε ν’ ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων και επιταγών που έφθαναν καθημερινά για τον π. Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά ο άγιος πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από 1000 απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Το τέλος του
Προς τα τέλη της ζωής του δοκιμάστηκε σκληρά από αρρώστια την οποία υπέμεινε αγόγγυστα. Στις 10-12-1908 έκανε την τελευταία θεία λειτουργία του. Ήδη όμως η ασθένεια τον είχε καταβάλει. Έδωσε στα πνευματικά του παιδιά τις τελευταίες συμβουλές και νουθεσίες του κι επέστρεψε στο σπίτι. Όλοι καταλάβαιναν ότι σύντομα θα έχαναν τον αγαπημένο τους μπάτιουσκα (=παππούλη). Ο ίδιος προείπε με ακρίβεια τη μέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Δεκεμβρίου 1908, σε ηλικία 80 ετών. Ο ρωσικός λαός τον περιέβαλε με τιμή και ευλάβεια και στις 8 Ιουνίου του 1990 ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας. Αλλά και για όλους τους Ορθοδόξους ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης αποτελεί πρότυπο Ορθοδόξου ιερέως, φωτεινό παράδειγμα αληθινού ποιμένα.
1. Τι ήταν ο άγιος Ιωάννης και γιατί όλοι τον αγαπούσαν; (…)
Ιερέας. Ένας απλός και ταπεινός ιερέας που όμως είχε επίγνωση του έργου και της αποστολής του και γι’ αυτό όλοι, μικροί – μεγάλοι, τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν.
2. Κάποιοι αντιδρούν στο θεσμό της ιερωσύνης. Λένε: «Πιστεύω στον Θεό, αλλά τι σχέση έχει ο Θεός με την Εκκλησία και τους παπάδες;». Εσείς τι ξέρετε; Ποιος συνέστησε το μυστήριο της ιερωσύνης; (…)
Το μυστήριο της ιερωσύνης το συνέστησε ο ίδιος ο Κύριος. Από την αρχή κιόλας της δημόσιας δράσης Του ο Κύριος ξεχώρισε ορισμένους ανθρώπους και τους έκανε μαθητές Του. Τους μετέδωσε μάλιστα ειδική χάρη και δύναμη για να κηρύττουν το λόγο Του και να θαυματουργούν. Μετά την Ανάστασή Του έδωσε εξουσία στους μαθητές Του να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων και εντολή για να συνεχίσουν το έργο Του σε όλα τα έθνη. Οι άγιοι Απόστολοι με τη σειρά τους μετεβίβασαν τη χάρη της ιερωσύνης στους επισκόπους κι εκείνοι στους διαδόχους τους. Η αδιάκοπη αυτή διαδοχή συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ονομάζεται «αποστολική διαδοχή».
3. Και ποιο είναι το έργο του ιερέως; (…)
Ο ιερέας είναι ο υπουργός των μυστηρίων του Θεού στη γη. Το έργο του είναι να λειτουργεί, να κηρύττει το λόγο του Θεού, να τελεί τα άγια μυστήρια, να καθοδηγεί πνευματικά τους πιστούς και να τους μεταδίδει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε με το μυστήριο της ιερωσύνης. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί την ιερωσύνη ουράνια διακονία: «Το λειτούργημα της ιερωσύνης είναι τόσο υψηλό, που, ενώ τελείται πάνω στη γη, όμως ανήκει στα έργα των ουρανίων δυνάμεων… Γι’ αυτό και ο ιερωμένος πρέπει να είναι τόσο καθαρός, σαν να στέκεται στους ουρανούς μαζί με τις αγγελικές δυνάμεις».
Ο έγγαμος Ιερέας
Με τη χειροτονία του ο ιερέας αναπόφευκτα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σπουδαία καθήκοντα. Τα ιερατικά- ενοριακά και τα συζυγικά- οικογενειακά. Δεν είναι πατέρας μόνο της οικογένειας αλλά και της ενορίας. Και οι δύο διεκδικούν από αυτόν ολοκληρωτική αφοσίωση και σημασία. Έχει ευθύνη και για τις δύο απόψεις της ζωής του και για καμία από τις δύο δεν πρέπει να θυσιάσει την άλλη.
Ο ρόλος της πρεσβυτέρας
Το δεύτερο πιο σημαντικό πρόσωπο της ιερατικής οικογένειας είναι η πρεσβυτέρα. Ως σύζυγος του ιερέα και μητέρα των παιδιών του, έχει να επιτελέσει ένα διαφορετικό αλλά συνάμα σπουδαίο ρόλο μέσα στην οικογένεια. Δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός, ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην αποτυχία ή επιτυχία της ποιμαντικής αποστολής του ιερέα, έχει και η γυναίκα που βρίσκεται πίσω του, η πρεσβυτέρα. Ενδιαφέρον είναι ο παραλληλισμός της πρεσβυτέρας με την Παναγία σχετικά με τη μετοχή της στην Ιεροσύνη. Όπως η Παναγία εν ήταν Θεός αλλά μετείχε κατά χάρινστη Θεότητα του Υιού της, έτσι και η πρεσβυτέρα μετέχει κατά χάριν στην Ιεροσύνη του συζύγου της.
Η πρεσβυτέρα συσχετίζεται με την Παναγία σε ακόμα ένα σημείο: «Μπορεί να είναι (η πρεσβυτέρα)μη πιο τρυφερή σύζυγος αλλά να κρατάει την απόσταση που την χωρίζει από το Άγιο Βήμα. Ζει κατά κάποιο τρόπο το μυστήριο της Παναγίας, που κρατούσε τρυφερά το παιδί της και ταυτόχρονα βάσταζε τον Θεό της». Η πρεσβυτέρα χαρακτηρίζεταιως ο λειτουργός της «κατ’ οίκον εκκλησίας», κατά αναλογία του συζύγου ιερέα της, που είναι ο λειτουργός της ενοριακής Εκκλησίας.
4. Ποιοι μπορούν να γίνουν ιερείς; (…)
Ιερείς γίνονται οι πιστοί χριστιανοί άνδρες, οι οποίοι έχουν την κλήση από το Θεό αλλά και την κλίση, δηλ. την εσωτερική διάθεση της καρδιάς τους, να αφιερωθούν στα ιερά έργα της λατρείας του Θεού και της καθοδηγήσεως των ψυχών.
Οι υποψήφιοι ιερείς, προκειμένου να αναλάβουν μια τέτοια ιερή διακονία, πρέπει να αγωνίζονται πνευματικά, να είναι ταπεινοί, αφιλάργυροι, αγνοί, να μην έχουν διαπράξει κάποιο σοβαρό ηθικό παράπτωμα που αποτελεί κώλυμα ιερωσύνης σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, και να έχουν την έγκριση του Πνευματικού τους, ο οποίος και δίνει τη γραπτή συγκατάθεσή του, τη «συμμαρτυρία», που διαβάζεται πριν από την χειροτονία.
5. Πως γίνεται κάποιος ιερέας; (…)
Με τη χειροτονία, η οποία τελείται κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας και μόνο από επίσκοπο. Εκεί θα δούμε τον επίσκοπο να επιθέτει τα χέρια του στον υποψήφιο εκφωνώντας τα συγκλονιστικά λόγια: «Η θεία χάρις… προχειρίζεται τον ευλαβέστατον… εις διάκονον /πρεσβύ τερον». Από την ώρα εκείνη η αόρατη θεία Χάρη πλημμυρίζει την ψυχή του νέου κληρικού, για να θεραπεύει τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες του, να αναπληρώνει τις ελλείψεις του και να τον ενισχύει στο δύσκολο έργο του. Αυτή τον καθιστά ικανό να τελεί τα μυστήρια και τις άλλες ιερές Ακολουθίες, να ποιμαίνει τους πιστούς και να κηρύττει τον θείο Λόγο.
6. Το Μυστήριο της Ιερωσύνης είναι ένα, οι βαθμοί όμως της ιερωσύνης είναι τρεις. Πρώτα γίνεται κανείς Διάκονος, έπειτα Πρεσβύτερος (Ιερέας) και—αν είναι άγαμος και εκλεγεί ως κατάλληλος—προχωρεί στον τρίτο βαθμό, του Επισκόπου.
Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, το έργο του ιερέως είναι μεγάλο, υψηλό, άγιο. Υπερβαίνει τα όρια της γης και ανεβαίνει στον ουρανό.
Πρακτική εφαρμογή
– Ποια λοιπόν πρέπει να είναι η δική μας στάση απέναντι στους ιερείς; (…)
α. Να σεβόμαστε και να τιμούμε τους κληρικούς μας.
Ξέρετε τι λέει για το θέμα αυτό ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός; (…) «Σείς οι λαικοί, να τιμάτε τους ιερείς. Κι αν τύχει να συναντήσετε έναν ιερέα κι έναν βασιλιά, τον ιερέα να προτιμήσετε. Και αν τύχει ένας ιερέας κι ένας άγγελος, πάλι τον ιερέα να προτιμήσετε. Διότι ο ιερέας έχει έργο ανώτερο. Ο άγγελος ούτε τη θεία Ευχαριστία μπορεί να τελέσει, ούτε αμαρτίες να συγχωρήσει»
Να τους σεβόμαστε λοιπόν τους ιερείς μας, να ασπαζόμαστε το χέρι τους όταν τους συναντάμε, να παίρνουμε την ευχή, την ευλογία τους. (Ο κατηχητής σε παιδιά που δεν γνωρίζουν μπορεί να υποδείξει και άλλα πρακτικά θέματα όπως π.χ. πως προσφωνούμε τον ιερέα: όχι «Κύριε…», αλλά «Πάτερ..», πώς τον χαιρετούμε: όχι «Γειά σας» αλλά «Ευλογείτε» ή «Προσκυνώ» ή «Την ευχή σας»). Εννοείται ότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε και να κατηγορούμε τους ιερείς.
β. Να προσευχόμαστε για τους ιερείς μας και να είμαστε πρόθυμοι να τους βοηθούμε. Να παρακαλούμε τον Κύριο να τους στηρίζει και να τους ενισχύει στο άγιο έργο τους και στον αγώνα τους, που είναι πολύ σκληρός, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Να βρίσκουμε τρόπους για να τους συμπαραστεκόμαστε. Επίσης, να προσευχόμαστε στο Θεό να αναδεικνύει αγίους ιερείς, αξίους ποιμένες στην Εκκλησία μας.
γ. Έχουμε ανάγκη νέων ιερέων Να προετοιμάζουμε τον εαυτό μας, αν ο Θεός μας καλέσει, για το ιερό αυτό έργο. Η εποχή μας έχει ανάγκη από καλούς και αξίους κληρικούς. Αν ο Θεός θέλει και καλέσει κι εμάς στο υψηλό αυτό έργο, εμείς οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι. Κανείς δεν είναι άξιος για ένα τέτοιο ιερό λειτούργημα. Με τη χάρη του Θεού όμως και με την καθοδήγηση του πνευματικού μας μπορούμε κι εμείς να σηκώσουμε το σταυρό της ιερωσύνης βαδίζοντας στο δρόμο της θυσίας και της προσφοράς που χάραξαν αναρίθμητο πλήθος αγίων ιερέων σε όλες τις εποχές. Ας μην ξεχνούμε ότι την κλήση αυτή άλλοι την αισθάνθηκαν από μικρά παιδιά, άλλοι τη δέχθηκαν ώριμοι πλέον άνθρωποι και προτίμησαν να εγκαταλείψουν επιστημονική καριέρα, λαμπρή σταδιοδρομία, χρήματα, δόξα, τιμές για να ντυθούν το ταπεινό ράσο και να γίνουν υπηρέτες του λαού του Θεού.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από πιστούς χριστιανούς, οι οποίοι σε όλους τους τομείς θα εργαστούν για την ωφέλεια του συνόλου. Περισσότερο όμως από όλους έχει ανάγκη από πολλούς και καλούς ιερείς, οι οποίοι και έργο σωτηρίας επιτελούν και έργο κοινωνικό εργάζονται. Και όπως αποδεικνύει η ιστορία της πατρίδας μας, οι ιερείς πρωτοστάτησαν και στους αγώνες του έθνους επιτελώντας και σπουδαίο εθνικό έργο (όπως στην επανάσταση του 1821, στον Μακεδονικό Αγώνα, στον πόλεμο του ’40, στην εθνική Αντίσταση κλπ.).
Είναι λοιπόν επείγουσα ανάγκη για την Εκκλησία και το Έθνος μας να αναδειχθούν και στην εποχή μας άξιοι κληρικοί, εργάτες στον αμπελώνα Του. Να δώσει ο Θεός!
Απάντηση σε τυχόν απορία των παιδιών
– Τι γίνεται όμως όταν ένας ιερέας όχι μόνο δεν είναι άγιος αλλά ζει απρόσεκτα και σκανδαλίζει τον κόσμο; (…)
Εμείς δεν πρέπει να σκανδαλιζόμαστε. Ας σκεφθούμε ότι ακόμη κι ανάμεσα στους δώδεκα μαθητές βρέθηκε ένας προδότης, που ενώ ο ίδιος ο Κύριος τον είχε καλέσει να γίνει Απόστολος, εκείνος με δική του ευθύνη αποδείχθηκε ανάξιος της κλήσης του. Και σήμερα υπάρχουν ανάμεσα στους ιερείς (όπως και ανάμεσα στους ιατρούς, δασκάλους κλπ.) κάποιοι που ίσως δεν τιμούν όσο και όπως θα έπρεπε το ιερό τους λειτούργημα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα απορρίψουμε όλους τους ιερείς ή την Εκκλησία!
Εφ’ όσον κάποιος είναι κανονικά χειροτονημένος ιερέας, μπορεί να τελεί τα μυστήρια και να μεταδίδει τη θεία χάρη άσχετα με τη δική του πνευματική κατάσταση. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει σχετικά: «Όπως το χρυσάφι δεν παθαίνει τίποτα, αν ανακατευτεί με το χώμα, και τα μαργαριτάρια με τη λάσπη, έτσι κι η Ιερωσύνη δεν κηλιδώνεται, ακόμα κι αν είναι ανάξιος αυτός που την κατέχει
Ο πολύς κόσμος στα λάθη κυρίως των κληρικών βρίσκει «άλλοθι» για τα δικά του και ιδίως για τη χαλαρή ή και ανύπαρκτη σχέση του με την Εκκλησία. Έλεγε κάποιος πως «όποιος προφασίζεται την αναξιότητα των κληρικών και δεν εκκλησιάζεται, γκρεμίζει τη γέφυρα από την οποία πρέπει να περάσει στη Βασιλεία του Θεού. Η γέφυρα αυτή μπορεί να είναι χρυσή, αργυρή, σιδερένια. Μα και πέτρινη και ξύλινη αν είναι, πάλι περνούμε, αρκεί να μην την γκρεμίσουμε».
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε: «Εγώ, αδελφοί μου, δεν έχω καμμίαν κατηγορία να κάμω των παπάδων, διατί είναι παπάδες και έχουν τον Χριστόν οπού τους παιδεύει και ο,τι σφάλμα κάμουν οι παπάδες έχει ο Χριστός μας ράβδον σιδερένιαν διά αυτούς»
Ποτέ λοιπόν να μην κρίνουμε τους ιερείς και να μην τους κατηγορούμε ποτέ. Η ιεροκατηγορία είναι μεγάλη αμαρτία. «Όποιος λέει κατηγορίες, ανάβει τη φωτιά κι όποιος τις ακούει, βάζει τα ξύλα», αποφάνθηκε σοφά ο λαός. Ποτέ λοιπόν να μη δεχόμαστε ούτε να λέμε, ούτε ν᾽ ακούμε τέτοιες κατηγορίες εναντίον των ιερέων.
Καλή Σαρακοστή παιδιά!!!