Η Πασχαλινή προσευχή μας μέχρι της Αναλήψεως
Το Χριστός Ανέστη… χρησιμοποιείται ως φράση χαιρετισμού κατά την πασχαλινή περίοδο και για 40 ημέρες, δηλαδή μέχρι την απόδοση του Πάσχα.
Πριν αρχίσει η κάθε συνάντηση
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος! (τρεις φορές)
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον.
Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν· σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκτὸς σοῦ ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν.
Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ· Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι ̓ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂς προσκυνήσουμε τὸν ἅγιο καὶ Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ τον μόνον ἀναμάρτητο.
Τὴν Σταυρική Σου θυσία Χριστὲ προσκυνοῦμε καὶ τὴν ἁγία σου Ἀνάσταση ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε· διότι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μας, καὶ Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα, καὶ μόνο τὸ ὄνομά Σου σημαίνει Θεὸς γιὰ ἑμᾶς.
ΘΕΜΑ: Tα επτά παιδιά από την Έφεσο
Εισαγωγή:
Στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ., ο αυτοκράτορας Δέκιος, χωρίς καμιά διάκριση, βασάνιζε και στη συνέχεια σκότωνε νέους και γέρους χριστιανούς. Εκείνη την εποχή, οι επτά παίδες, για να μην αρνηθούν την πίστη τους στον Τριαδικό Θεό, αφού προηγουμένως διαμοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, έφυγαν από την πόλη και κρύφτηκαν σε σπηλιά, μέχρι να κοπάσει ο διωγμός…
Α ́. Διήγηση:
Βρισκόμαστε στο έτος 446 μ.Χ. και αυτοκράτορας της Κων/πολης είναι ο Θεοδόσιος ο μικρός.
Ένας ρασοφόρος που ζητούσε να δει το βασιλιά φαινόταν αναστατωμένος. Σε λίγο ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος τον άκουγε με ενδιαφέρον στη μεγάλη σάλα του παλατιού.
Βασιλιά, η πόλη γέμισε αιρετικούς. Λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών… Η Εκκλησία, μεγαλειότατε, είναι του Χριστού και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη βλάψουν αλλά δεν είναι λίγοι αυτοί που πλανεύονται και παρασύρονται απ’ αυτές τις ψεύτικες διδασκαλίες. Πρέπει να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας να σταματήσει το κακό προτού θρηνήσουμε κι άλλες χαμένες ψυχές.
Ο αυτοκράτορας έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια. Πως είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια λόγια;… Έχει περάσει αρκετή ώρα από τότε που έφυγε ο ρασοφόρος αλλά η φωνή του ήταν συνεχώς στο μυαλό του αυτοκράτορα «Λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών»!!! Έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών», Κύριε, βοήθησε την Εκκλησία σου…
Έξω από την Έφεσο στη ρίζα κάποιου βουνού ορισμένοι άνθρωποι που άνοιγαν ένα χωράφι, ξεκόλλησαν ένα μεγάλο βράχο από μια σπηλιά και άρχισαν να τον κυλούν. Η αλήθεια είναι πως οι εργάτες θα τα έχαναν αν εν τω μεταξύ δεν είχαν απομακρυνθεί τόσο. Διότι μέσα στον βράχο ήταν κλεισμένα 7 νεαρά παιδιά….
– Αχ, τι δροσούλα, ακούστηκε σε λίγο μια παιδική φωνή μέσα από τη σπηλιά.
– Σαν να κοιμόμουν έναν αιώνα ακούστηκε δεύτερη φωνή. Περίεργο, και εγώ έτσι αισθάνομαι συμπλήρωσε τρίτη.
– Εγώ, πεινάω φοβερά είπε μια τέταρτη.
– Κι εμείς πεθαίνουμε της πείνας, απάντησαν άλλες τρεις. Έτσι και οι εφτά φωνούλες μαζί συμφώνησαν να πάει ο πιο μικρός, ο Ιάμβλιχος, να φέρει κάτι για φαγητό. Αυτόν θα τον υποπτευόταν λιγότερο. Εξάλλου τις προάλλες είχε ξαναπάει. Θα πήγαινε και τώρα να φέρει ψωμί.
Σε λίγη ώρα ένα παιδικό κεφαλάκι ξεπρόβαλλε από τη σπηλιά. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, γεμάτος αγωνία, μήπως βρισκόταν εκεί κοντά κανείς και το δει και προδοθεί ο κρυψώνας και πάρει και τους άλλους στο λαιμό του. Αλοίμονο αν τους έπιαναν οι στρατιώτες του αυτοκράτορα Δέκιου, που ήταν διώκτης του χριστιανισμού.
Φοβερά βασανιστήρια τους περίμεναν. Αλλά ήταν και οι εφτά αποφασισμένοι για όλα. Μόνο το Χριστό να μην αρνηθούν. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν κρυφτεί στη σπηλιά, για να μη τους βρουν και τους βασανίσουν.
Ξανακοίταξε γύρω του καλά. Ψυχή δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι που κύλησαν το βράχο είχαν ξεμακρύνει πιά πολύ και δεν ακούγονταν. Πήρε τον κατήφορο, αλλά στην είσοδο της πόλεως σταμάτησε ξαφνιασμένος… Έτριψε τα μάτια του. Νόμισε ότι έχει παραισθήσεις από την πολλή πείνα… Πάνω από την πόλη ήταν χαραγμένο το σημείο του Σταυρού! Το ίδιο και στους ναούς που λάτρευαν την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Αλλά έβλεπε κι άλλες αλλαγές.
– Τι συμβαίνει αναρωτήθηκε; Σκέφτηκε μήπως είναι όνειρο. Μήπως ακόμη κοιμάται.
– Χριστέ μου, που βρίσκομαι; Οι άνθρωποι φορούσαν παράξενα ρούχα κι η γλώσσα ήταν κάπως διαφορετική. Δεν υπήρχε φόβος και έννοιες στα πρόσωπα των ανθρώπων. Το βλέμμα τους ήταν μαλακό. Μπήκε στο πρώτο αρτοποιείο που βρήκε μπροστά του, ζήτησε ψωμί κι έβγαλε να πληρώσει. Ο φούρναρης όμως τον κοίταξε μ’ ένα περίεργο βλέμμα σαν να τον υποψιαζόταν για κάτι.
Σίγουρα κάποιο θησαυρό έχεις βρει του είπε. Με μένα δε θα ξεμπερδέψεις εύκολα, πες μου γρήγορα που το βρήκες, το φοβέρισε.
Κατάπιε τη γλώσσα του το αγόρι. Δεν ήξερε τι ν’ αποκριθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν αυτά τα λόγια και φοβήθηκε πως ο φούρναρης κατάλαβε ότι κρυβόταν από τον Δέκιο. Χωρίς να χάσει, λοιπόν, καιρό το έβαλε στα πόδια. Θες όμως γιατί ήταν εξαντλημένο από τη πείνα, θες γιατί ο φούρναρης ήταν σβέλτος, τον έπιασε.
Άφησέ με σε παρακαλώ γιατί βιάζομαι. Κράτησε το νόμισμα και το ψωμί σου, μόνο μη με χασομεράς. Το νόμισμα που έχεις έχει τη μορφή ενός βασιλιά που είναι χρόνια πεθαμένος. Τέτοια νομίσματα δεν υπάρχουν πια. Πες μου που το βρήκες!
Δεν καταλαβαίνω, απαντά ο Ιάμβλιχος. Εν τω μεταξύ ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω συνεχώς πλήθαινε και φωνάζοντας προσπαθούσαν να κάνουν τον Ιάμβλιχο να ομολογήσει την αλήθεια. Όταν στο τέλος είδαν ότι δεν έβγαινε άκρη τον οδήγησαν στον Ανθύπατο. Ο ανθύπατος όμως φάνηκε άγνωστος στον Ιάμβλιχο το ίδιο και το όνομά του. Το ρώτησε κι αυτός τα ίδια πράγματα. Δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει αν είναι Χριστιανός, ούτε τον παρακίνησε να θυσιάσει στα είδωλα. Αυτό μεγάλωσε τη σύγχυση του παιδιού ακόμη περισσότερο.
Που το βρήκες αυτό το νόμισμα; πες μας, του είπε ήρεμα ο ανθύπατος. Από τον πατέρα μου το’ χω, τον ξέρουν όλοι και είναι πρόσωπο σεβαστό στην Έφεσο όπως και ο παππούς μου κι όλοι οι συγγενείς μου είπε ο Ιάμβλιχος. Αλλά όταν είπε τα ονόματά τους όλοι όσοι ήταν εκεί κοιτάχτηκαν. Κανείς δεν τους ήξερε! Ούτε ο ανθύπατος.
Ποιόν έχει επάνω το νόμισμα ξέρεις;
– Τον αυτοκράτορα Δέκιο, φυσικά, είπε ο Ιάμβλιχος. Φαίνεται πως κάτι μας κρύβεις. Εσύ από την Έφεσο είσαι; ξαναρωτά ο ανθύπατος Το παιδί τότε ένιωσε ακόμη πιο μπερδεμένο. Τα ‘χε χαμένα. Σήκωσε τους ώμους και ομολόγησε πως είναι Χριστιανός και πως κρύβεται μαζί με άλλα έξι παιδιά γιατί φοβούνται το βασιλιά Δέκιο… Ε!
Τότε ήταν που έβαλαν όλοι τα γέλια. Μα ο Δέκιος έχει κάπου δυό αιώνες πεθαμένος και κανείς δεν κυνηγά τους Χριστιανούς. Αυτοκράτορας τώρα είναι ο Θεοδόσιος. Ο ανθύπατος όμως άρχισε να πιστεύει πως ο νεαρός τον κορόιδευε.
Αν δε σοβαρευτείς θα τιμωρηθείς αυστηρά, του λέει νευριασμένος. Το αγόρι τότε έπεσε στα γόνατα και μέσα σε λυγμούς άρχισε να φωνάζει πώς οι διωγμοί και τα βασανιστήρια δεν είναι καθόλου ψέματα, σας λέω την αλήθεια.
Αν μου υποσχεθείτε πως δε θα μας πειράξετε θα σας οδηγήσω στη σπηλιά που με περιμένουν οι φίλοι μου. Ο ανθύπατος άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι το μυστηριώδες συμβαίνει. Κι έτσι για να μη φοβάται για τους φίλους του ο Ιάμβλιχος, ξεκίνησε πρώτος ο επίσκοπος με προορισμό τη σπηλιά ενώ ακολουθούσε πλήθος κόσμου.
Στην είσοδο μόλις που φαινόταν μισοθαμένη μια σφραγισμένη θήκη. Ο επίσκοπος έσκυψε, τη σήκωσε και αφού την άνοιξε με προσοχή, άρχισε να τη διαβάζει. Έλεγε πως οι στρατιώτες του Δέκιου σφράγισαν με πέτρα την είσοδο της σπηλιάς γιατί οι κρυμμένοι σ’ αυτήν Χριστιανοί είχαν πεθάνει την ώρα που όρμησαν να τους συλλάβουν.
Τώρα, σαν κάτι να θυμάμαι, ψιθύρισε ο Ιάμβλιχος. Ναί, είμαστε μέσα στη σπηλιά όταν ακούσαμε απ᾽ έξω τα βήματα των στρατιωτών που πλησίαζαν. Φοβηθήκαμε πολύ. Όχι τόσο για τη ζωή μας όσο μη τυχόν και δειλιάσει κανείς μας στο μαρτύριο και αρνηθεί το Χριστό. Πέσαμε τότε όλοι στα γόνατα και παρακαλέσαμε το Θεό να πάρει την ψυχή μας. Θαυμαστές οι βουλές του Κυρίου!!!, φώναξε ο επίσκοπος που κάτι σαν να κατάλαβε.
Ωστόσο, τα άλλα παιδιά, όμως, άκουσαν τις φωνές έξω από τη σπηλιά. Σίγουρα έπιασαν τον Ιάμβλιχο! Και το δικό μας τέλος δε θ ̓ αργήσει! Μη μας ξεχάσεις Κύριέ μας, πρόλαβαν να πουν. Σήκωσαν τα χέρια ψηλά και δίνοντας το ένα θάρρος στο άλλο προχώρησαν να βγουν έξω να παραδοθούν.
Μα τι ήταν αυτό που συνέβαινε; Στην άκρη της σπηλιάς, εκεί που περίμεναν να τους υποδεχτούν οι στρατιώτες με τα ξεγυμνωμένα σπαθιά τους βλέπουν – Θεέ μου είναι δυνατόν; – να τους καλωσορίζει ένας επίσκοπος, σαν κι αυτόν που είχαν στην Έφεσο και τον αγαπούσαν τόσο, και δίπλα ο Ιάμβλιχος να χαμογελά, χωρίς αλυσίδες ενώ οι στρατιώτες που στεκόταν παραδίπλα δεν έδειχναν καμμία διάθεση να τους συλλάβουν…
Είχαν περάσει μερικές ημέρες από τότε που τα εφτά παιδιά είχαν βγει από τη σπηλιά. Η είδηση του θαύματος αστραπιαία ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος είχε έρθει στην Έφεσο για να δει τα παιδιά. Οι αιρετικοί καταντροπιασμένοι δε τόλμησαν να ξαναεμφανιστούν. Όλοι πια τους περιφρονούσαν, αφού βλέποντας το θαύμα κατάλαβαν την πραγματική αλήθεια.
Τα παιδιά εκεί που συζητούσαν σε μια συγκέντρωση με κάποιους Χριστιανούς ένιωσαν μια ξαφνική νύστα. Έγειραν κι αποκοιμήθηκαν για να μη ξαναξυπνήσουν πιά, παρά μόνο μαζί με όλους τους ανθρώπους όταν ηχήσει η σάλπιγγα του Αρχάγγελου στη δευτέρα του Κυρίου παρουσία. Ο Θεός τα ξύπνησε μετά από τόσα χρόνια και τώρα τα ξαναπήρε κοντά του. Οι άνθρωποι τα κοιτούσαν σαστισμένοι ενώ τα χείλη τους ψέλλιζαν με ευγνωμοσύνη:
Θεέ μου σ’ ευχαριστούμε για το θαύμα…!
Στις 4 Αυγούστου εκάστου έτους η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη των εν Εφέσω αγίων Επτά Παίδων (Αντωνίνου, Διονυσίου, Εξακουστιδιανού, Ιαμβλίχου, Κωνσταντίνου, Μαξιμιλιανού και Μαρτινιανού), οι οποίοι ξύπνησαν από πολυχρόνιο ύπνο.
Επεξεργασία – Πρακτική εφαρμογή
- Να δεχθούμε στη ζωή μας το μήνυμα του Ευαγγελίου και να ζούμε σύμφωνα με αυτό.
- Να πιστεύουμε με τη ζωή και τα έργα μας στον Νικητή του Θανάτου, τον Κύριο Ιησού Χριστό!
- Να ζούμε δηλαδή ζωή χριστιανική, μακριά από τα έργα του διαβόλου και της αμαρτίας…
- Και να ζούμε πάντοτε με την ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών, όπως λέμε και στο Σύμβολο της Πίστεώς μας: «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».